κρέντιτο

κρέντιτο
το
(λ. ιταλ.), πίστωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρέντιτο — το πίστωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. credito < λατ. creditum «πίστωση» < λατ. credo «πιστεύω, εμπιστεύομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”